Αδελφοί μου,
Δυστυχώς φέτος, λόγω της πανδημίας δεν θα μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στο ετήσιο ραντεβού μας με την ιστορία στις 7.00 το πρωί της 20ης Ιουλίου, ανήμερα της επετείου έναρξης της τουρκικής εισβολής του 1974, για να τιμήσουμε τους νεκρούς μας, ούτε και να εξηγήσουμε στους νεώτερους, ατενίζοντας τη σκλαβωμένη οροσειρά του Πενταδακτύλου, πως έγινε το μεγάλο κακό.
Μέσα όμως από τη θητεία μου ως Γενικός Έφορος, έχω ζήσει και έχω συνειδητοποιήσει κάτι το συγκλονιστικό, κάτι που πιστεύω ότι ανήκει πρώτιστα στον κάθε Πρόσκοπο αλλά και στον κάθε Έλληνα, κάτι που έχω ελάχιστη υποχρέωση να το μοιραστώ μαζί σας.
Από τα μαθητικά μου χρόνια, διάβαζα με δέος για τους Σπαρτιάτες, τους Αθηναίους, τους 300 του Λεωνίδα, τους Μαραθωνομάχους, αλλά και τους νεότερους Ήρωες, τον Παλαιολόγο, τον Διάκο, τον Καραϊσκάκη, τον Αυξεντίου και τον Παλληκαρίδη. Θυμάμαι εκείνον τον αποχαιρετισμό που διαβάζαμε στα βιβλία της ιστορίας όταν οι Σπαρτιάτισσες αποχαιρετούσαν τα παιδιά τους για τη μάχη με τη φράση «Ή ΤΑΝ Ή ΕΠΙ ΤΑΣ», «Ή ΝΙΚΗΤΗΣ Ή ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΣΠΙΔΑΣ ΤΙΜΗΜΕΝΟΣ ΝΕΚΡΟΣ».
Σήμερα, στους καιρούς μας, δεν υπάρχει η απαστράπτουσα, χάλκινη, βαριά, όπως την φανταζόμουν από τα παιδικά μου χρόνια, τιμημένη ασπίδα για εκείνο το «ΕΠΙ ΤΑΣ». Το σημερινό «ΕΠΙ ΤΑΣ» αντιπροσωπεύει ένα μικρό, λιτό, ξύλινο κασόνι, σκεπασμένο με την γαλανόλευκη και τη σημαία του κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας, με τα Τιμημένα Οστά του κάθε Παλληκαριού μας, που πολέμησε προδομένο στις Κυπριακές Θερμοπύλες και που παραδίδεται στους συγγενείς του. Όμως η ανδρεία, η περηφάνεια, η τιμή του Έλληνα, παραμένει ανεξίτηλη δια μέσου των αιώνων. Εκείνο το DNA που ταυτοποιεί το κάθε παλληκάρι, αναμφίβολα ταυτοποιεί και την ιστορική καταγωγή. Δεν μπορεί παρά να είναι ακριβώς το ίδιο με εκείνο των 300 που πολέμησαν με τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες.
Επισκεπτόμενοι τις οικογένειες των δικών μας Παλληκαριών για τις λεπτομέρειες της κηδείας των Τιμημένων Οστών τους ή την απονομή της Τιμητικής Διάκρισης του Αριστείου Ανδρείας Α’ Τάξης, συνειδητοποιήσαμε ότι το ίδιο περήφανο Ελληνικό DNA εξακολουθεί να βρίσκεται και εκεί, πίσω από την χαροκαμένη πόρτα του κάθε σπιτικού που η μοίρα του έλαχε να δώσει το Παλληκάρι του στο ένδοξο θυσιαστήριο της Πατρίδας. Συναντήσαμε την Ελληνική περηφάνεια και τιμή. Το κάθε Παλληκάρι μας έχει τη δική του ξεχωριστή ιστορία θυσίας για την Πατρίδα. Όλοι θυσιάστηκαν γιατί ακόμα και προδομένοι δεν το είχαν βάλει στα πόδια, αλλά προσπάθησαν να σώσουν τον συμπολεμιστή και να μην τον εγκαταλείψουν, γιατί επέλεξαν και έμειναν τελευταίοι στη μάχη για να καλύψουν την αποχώρηση των συμπολεμιστών και τελικά οι ίδιοι δεν τα κατάφεραν. Ιστορίες αλτρουισμού και ηρωισμού, που φουντώνουν την περηφάνεια των δικών τους, που είναι το μοναδικό βάλσαμο στον πόνο τους και που στο τέλος όλες κατέληγαν με την ίδια συγκλονιστική φράση που περήφανα έβγαινε μέσα από την ψυχή τους…. «ξέρετε…. αυτό το έκανε γιατί ήταν Πρόσκοπος…».
Τότε συγκλονίζεσαι, αντιλαμβάνεσαι την πραγματικότητα. Τα παιδιά που πριν το κακό τραγουδήσαμε μαζί γύρω από τη φωτιά της κατασκήνωσης, που μας δίδαξαν τους κόμπους και φτιάξαμε μαζί προσκοπικές κατασκευές, που χαρήκαμε μαζί την προσκοπική ζωή, που περάσαμε όλες τις όμορφες και αξέχαστες εκείνες παιδικές και εφηβικές στιγμές μαζί, δεν είναι τίποτε λιγότερο απ’ ότι ο Λεωνίδας και οι 300. Είναι ένα κομμάτι του θρύλου. Και εκείνη η Προσκοπική Υπόσχεση στην ίδια σελίδα δίπλα από τον Όρκο του Αρχαίου Αθηναίου Έφηβου στο κουρελιασμένο Προσκοπικό Εγκόλπιο, ήταν γι’ αυτούς όρκος Τιμής.
Ο Μιχαλάκης από την Κερύνεια που προσπάθησε να μεταφέρει μόνος του δύο-δύο τους 18 τραυματίες στρατιώτες που εγκαταλείφθηκαν στο νοσοκομείο της Κερύνειας και στην τελευταία διαδρομή σκοτώθηκε πολεμώντας στην ενέδρα που του έστησαν οι τούρκοι έξω από το νοσοκομείο, ο Κούλλης από το Καϊμακλί που μόνος του επέλεξε να μείνει πίσω για να καλύψει την αποχώρηση των συντρόφων του και τελικά ο ίδιος δεν τα κατάφερε, ο Κύπρος από το Ελένειο που παρά την παρότρυνση των άλλων στρατιωτών δεν έφυγε από τη θέση μόνος για να γλυτώσει αλλά βγήκε ακάλυπτος να μαζέψει και τον τραυματισμένο σύντροφο και ενώ με το ένα χέρι κρατούσε το πολυβόλο και με το άλλο κουβαλούσε τον συμπολεμιστή μια ριπή τους έκοψε και τους δύο το νήμα της ζωής, είναι οι Άγνωστοι Στρατιώτες, οι σύγχρονοι Λεωνίδες. Μαζί τους και τόσοι άλλοι πεσόντες και αγνοούμενοι, ο καθένας με τη δική του ξεχωριστή ιστορία ανδρείας και αλτρουισμού. Όλοι τους με ένα κοινό.
Γύρισαν «ΕΠΙ ΤΑΣ».
Σήμερα στεκόμαστε με δέος μπροστά στην ιστορική μορφή του καθενός. Σήμερα καταλαβαίνουμε ότι ακόμα και δυόμισι χιλιάδες χρόνια μετά, ο Λεωνίδας ήταν εδώ, πήρε τη μορφή του Μιχαλάκη, του Κούλλη, του Κύπρου, του Νίκου, του Κωστάκη, του Χρίστου και όλων των 56 πεσόντων Προσκόπων και των υπολοίπων αγνοουμένων μας που ψάχνουμε ακόμα τη δική τους ξεχωριστή ιστορία. Για μας το λιτό ξύλινο κασόνι με τα Τιμημένα Οστά τους είναι η απαστράπτουσα, χάλκινη, βαριά ασπίδα πάνω στην οποία έχουν γυρίσει ένδοξοι μαχητές, «ΕΠΙ ΤΑΣ».
Με Προσκοπικούς χαιρετισμούς,
Μάριος Κ. Χρίστου
Γενικός Έφορος